άνταφλος — κ. άτζαφλος, η, ο 1. ο βιαστικός και απρόσεχτος 2. ο ξαφνικός 3. ο τυφλός … Dictionary of Greek
αθώρητος — η, ο [θωρώ] 1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν δει, αθέατος 2. ακριβοθώρητος, απλησίαστος, απρόσιτος 3. κρυμμένος από τα βλέμματα, απόκρυφος 4. παραμελημένος, αφρόντιστος 5. αλλαγμένος στη θωριά, αγνώριστος 6. απρόσεχτος, ξένοιαστος … Dictionary of Greek
απρόσεκτος — κ. απρόσεχτος, η, ο (Μ ἀπρόσεκτος, ον) αυτός που δεν προσέχει, ο επιπόλαιος νεοελλ. ο απερίσκεπτος … Dictionary of Greek
αστόχαστος — η, ο (AM ἀστόχαστος, ον) νεοελλ. 1. απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος 2. απρόσεχτος, αδέξιος 3. αμέριμνος, ξένοιαστος αρχ. 1. αυτός που δεν είναι σκόπιμος 2. ο απρόβλεπτος 3. όποιος δεν πετυχαίνει τον στόχο … Dictionary of Greek
ασυμβίβαστος — η, ο (Μ ἀσυμβίβαστος, ον) αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να συμβιβαστεί, να συνδιαλλαγεί με κάποιον ή κάτι άλλο νεοελλ. 1. απρόσεχτος, δύστροπος 2. το ουδ. ως ουσ. η αδυναμία κρατικού λειτουργού, ιερωμένου, στρατιωτικού κ.λπ. να… … Dictionary of Greek
αωρώ — ἀωρῶ ( έω) (Α) 1. είμαι απρόσεχτος 2. προσέχω. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ώρα «προσοχή, φροντίδα» (σημ. 1) και < α επιτ. + ώρα] … Dictionary of Greek
αλάσπωτος — η, ο 1. αυτός που δε λασπώθηκε: Απρόσεχτος όπως ήταν ο μάστορης, δεν άφησε μέρος αλάσπωτο. 2. αυτός που δεν εξευτελίστηκε: Με όσα διέδιδε δεν άφηνε συντοπίτη του αλάσπωτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αστόχαστος — η, ο επίρρ. α ασύνετος, άκριτος, απρόσεχτος: Φάνηκε αστόχαστη και στην περίπτωση αυτή, όπως σ άλλες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεχνώ — και ξεχάνω ξέχασα, ξεχάστηκα, ξεχασμένος 1. παύω να θυμάμαι κάτι: Μην το πιεις κι ολότελα, κι αιώνια μας ξεχάσεις (Παλαμάς). 2. το μέσ., ξεχνιέμαι και ξεχνιούμαι αφαιρούμαι, δεν έχω συνειδητή αντίληψη των γύρω μου: Συχνά ξεχνιέται κοιτάζοντας την … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παρατιμονιά — η 1. λάθος χειρισμός του τιμονιού, στραβοτιμονιά: Με μια παρατιμονιά το αυτοκίνητο βγήκε από το δρόμο. 2. μτφ., κακή, άστοχη ενέργεια, απρόσεχτος χειρισμός υπόθεσης: Πρόσεχε, γιατί μια παρατιμονιά στο εμπόριο πληρώνεται με καταστροφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)